- λιμοκτονώ
- λιμοκτόνησα, αμτβ., πεθαίνω από την πείνα: Στην Αφρική πολλά παιδιά λιμοκτονούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιμοκτονώ — λιμοκτονώ, λιμοκτόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιμοκτονώ — (AM λιμοκτονῶ, έω) πεθαίνω από πείνα, από ασιτία νεοελλ. στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) λιμοκτονοῡμαι, έομαι α) υποφέρω από λιμό β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία… … Dictionary of Greek
αποσιτώ — ἀποσιτῶ ( έω) (Α) 1. παύω να τρώω, λιμοκτονώ 2. χάνω την όρεξη μου … Dictionary of Greek
αφαυαίνω — ἀφαυαίνω (Α) 1. λιμοκτονώ, φθίνω, σβήνω 2. παθ. ξεραίνομαι, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αυαίνω «ξεραίνω, μαραίνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
λιμαγχονώ — λιμαγχονῶ, έω (AM) πεθαίνω τής πείνας, λιμοκτονώ αρχ. κάνω κάποιον να εξασθενήσει από ασιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιμαγχῶ] … Dictionary of Greek
λιμοκτονία — η (Α λιμοκτονία, ιων. τ. λιμοκτονίη) [λιμοκτονώ] νεοελλ. 1. θάνατος από ασιτία, από πείνα 2. συνεχής και μεγάλη στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή αρχ. μέθοδος θεραπείας με αποχή από τροφή, με απαγόρευση τροφής («τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς… … Dictionary of Greek
λιμοκτόνησις — λιμοκτόνησις, ἡ (Μ) [λιμοκτονώ] λιμοκτονία … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek